Blære på græsk

Oversættelse: blære, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
φουσκάλα, φούσκα, κύστη, παφλάζω, κύστης, ουροδόχου κύστης, της ουροδόχου κύστης, ουροδόχο κύστη
Blære på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: blære

blære antonymer, blære betydning, blære by, blære i munden, blære kirke, blære sprog ordbog græsk, blære på græsk

Oversættelser

  • blæksprutte på græsk - χταπόδι, καλαμάρι, καλαμάρια, τα καλαμάρια, καλαμαριών, καλαμαριού
  • blænde på græsk - τυφλώνω, θαμπώνω, άνοιγμα, οπή, διαφράγματος, Aperture, Διάφραγμα
  • blæse på græsk - φυσώ, χτύπημα, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
  • blæst på græsk - τρικυμία, άνεμος, άνεμο, αιολική, αιολικής, του ανέμου
Tilfældige ord
Blære på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: φουσκάλα, φούσκα, κύστη, παφλάζω, κύστης, ουροδόχου κύστης, της ουροδόχου κύστης, ουροδόχο κύστη