Blæst på græsk
Oversættelse: blæst, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
τρικυμία, άνεμος, άνεμο, αιολική, αιολικής, του ανέμου
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: blæst
blæst antonymer, blæst betydning, blæst by lillebøe, blæst design, blæst gummistøvler, blæst sprog ordbog græsk, blæst på græsk
Oversættelser
- blære på græsk - φουσκάλα, φούσκα, κύστη, παφλάζω, κύστης, ουροδόχου κύστης, της ουροδόχου κύστης, ...
- blæse på græsk - φυσώ, χτύπημα, πλήγμα, εμφύσησης, εμφυσήσεως, εμφύσηση
- blød på græsk - μαλακός, ανίσχυρος, αδύναμος, μαλακό, μαλακή, μαλακά, μαλακών
- bo på græsk - μένω, διαμένω, ζωντανός, κατοικώ, διαμονή, παραμονή, μείνετε, ...
Tilfældige ord
Blæst på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: τρικυμία, άνεμος, άνεμο, αιολική, αιολικής, του ανέμου
Oversættelser: τρικυμία, άνεμος, άνεμο, αιολική, αιολικής, του ανέμου