Bore på græsk
Oversættelse: bore, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
τριβελίζω, τροχός, άσκηση, πλήττω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
Andre Sprog
Relaterede ord: bore
bore antonymer, bore betydning, bore i beton, bore i fliser, bore i glas, bore sprog ordbog græsk, bore på græsk
Oversættelser
- bordel på græsk - πορνείο, οίκο ανοχής, ανοχής, οίκων ανοχής, οίκος ανοχής
- borg på græsk - κάστρο, κάστρου, Castle, το κάστρο, κάστρο της
- borger på græsk - κάτοχος, κάτοικος, μόνιμος, πολίτης, πολίτη, πολιτών, πολίτες, ...
Tilfældige ord
Bore på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: τριβελίζω, τροχός, άσκηση, πλήττω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο
Oversættelser: τριβελίζω, τροχός, άσκηση, πλήττω, τρυπάνι, τρυπανιού, διάτρησης, δράπανο