Censur på græsk
Oversættelse: censur, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
λογοκρισία, λογοκρισίας, τη λογοκρισία, η λογοκρισία, της λογοκρισίας
Andre Sprog
Relaterede ord: censur
censur antonymer, censur betydning, censur dk amok, censur film, censur i danmark, censur sprog ordbog græsk, censur på græsk
Oversættelser
- cembalo på græsk - είδος παλαιού πιάνου, τσέμπαλο, αρπίχορδο, τσέμπαλου, αρπίχορδου
- cement på græsk - μπετό, λάσπη, τσιμέντο, τσιμέντου, το τσιμέντο, του τσιμέντου, κονίας
- centimeter på græsk - εκατοστά, εκατοστών, εκατοστόμετρα, εκατοστομέτρων, εκατοστό
- central på græsk - κεντρικός, καρδινάλιος, κεντρική, κεντρικό, κεντρικές, κεντρικής
Tilfældige ord
Censur på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: λογοκρισία, λογοκρισίας, τη λογοκρισία, η λογοκρισία, της λογοκρισίας
Oversættelser: λογοκρισία, λογοκρισίας, τη λογοκρισία, η λογοκρισία, της λογοκρισίας