Dadle på græsk
Oversættelse: dadle, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
κατακρίνω, επιτιμώ, επιπλήττω, επίπληξη, κατσαδιάζω, επικρίνω, κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: dadle
dadelkage, dadelkugler, dadle a cesar lo que es de cesar, dadle al cesar lo que es del cesar, dadle antonymer, dadle sprog ordbog græsk, dadle på græsk
Oversættelser
- da på græsk - όταν, τότε, μετά, έπειτα, πότε, κατά, κατά την
- daddel på græsk - ημερομηνία, χουρμάς
- dag på græsk - μέρα, ημέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών
- dagbog på græsk - ημερολόγιο, ημερολογίου, ημερολόγιό, το ημερολόγιο, Diary
Tilfældige ord
Dadle på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: κατακρίνω, επιτιμώ, επιπλήττω, επίπληξη, κατσαδιάζω, επικρίνω, κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας
Oversættelser: κατακρίνω, επιτιμώ, επιπλήττω, επίπληξη, κατσαδιάζω, επικρίνω, κατηγορώ, ευθύνη, μομφή, φταίξιμο, υπαιτιότητας