Deficit på græsk

Oversættelse: deficit, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του
Deficit på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: deficit

deficit antonymer, deficit betyder, deficit betydning, deficit dansk, deficit deadlift, deficit sprog ordbog græsk, deficit på græsk

Oversættelser

  • deduktion på græsk - έκπτωση, αφαίρεση, έκπτωσης, την αφαίρεση, εκπτώσεως
  • defekt på græsk - αποστατώ, ατέλεια, ελάττωμα, ψεγάδι, ελαττωματικός, ελαττωματικό, ελαττωματικά, ...
  • dej på græsk - ζύμη, ζύμης, της ζύμης, ζυμάρι, τη ζύμη
  • dejlig på græsk - αξιολάτρευτος, θαυμάσιος, υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο, θαυμάσια
Tilfældige ord
Deficit på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: έλλειψη, έλλειμμα, ελλείμματος, του ελλείμματος, το έλλειμμα, έλλειμμα του