Dekret på græsk
Oversættelse: dekret, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
παραγγελία, θέσπισμα, παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, διάγγελμα, θεσπίζω, διάταγμα, διατάγματος, το διάταγμα, απόφαση, αποφάσεως
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: dekret
dekret antonymer, dekret betydning, dekret bieruta wikipedia, dekret borys godunow, dekret carski, dekret sprog ordbog græsk, dekret på græsk
Oversættelser
- dejlig på græsk - αξιολάτρευτος, θαυμάσιος, υπέροχος, υπέροχη, υπέροχο, θαυμάσια
- dekoration på græsk - στολισμός, διακόσμηση, διακόσμησης, τη διακόσμηση, διάκοσμο, διακοσμήσεων
- del på græsk - μερίδιο, συστατικός, εξάρτημα, κλήρος, χωρίζω, μοιράζομαι, μοιράζω, ...
- dele på græsk - ιδιαίτερος, κλήρος, ξεχωριστός, χωρίζω, χωριστός, μοιράζομαι, μοιράζω, ...
Tilfældige ord
Dekret på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: παραγγελία, θέσπισμα, παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, διάγγελμα, θεσπίζω, διάταγμα, διατάγματος, το διάταγμα, απόφαση, αποφάσεως
Oversættelser: παραγγελία, θέσπισμα, παραγγέλλω, προσταγή, εντολή, διάγγελμα, θεσπίζω, διάταγμα, διατάγματος, το διάταγμα, απόφαση, αποφάσεως