Disciplin på græsk
Oversættelse: disciplin, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
σπουδές, σπουδάζω, μελέτη, γραφείο, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Andre Sprog
Relaterede ord: disciplin
disciplin antonymer, disciplin betydning, disciplin bog, disciplin i folkeskolen, disciplin i skolen, disciplin sprog ordbog græsk, disciplin på græsk
Oversættelser
- dis på græsk - ομίχλη, πούσι, DIS, του DIS, το DIS
- discipel på græsk - μαθητής, οπαδός, μαθητή, μαθητής του, απόστολος, μαθητή του
- diskette på græsk - δισκέτα, δισκέτας, δισκέτες, δισκέττα, σε δισκέτα
- diskussion på græsk - συζήτηση, συζήτησης, συζητήσεις, συζητήσεων, τη συζήτηση
Tilfældige ord
Disciplin på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: σπουδές, σπουδάζω, μελέτη, γραφείο, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία
Oversættelser: σπουδές, σπουδάζω, μελέτη, γραφείο, πειθαρχία, πειθαρχίας, την πειθαρχία, η πειθαρχία