Djævel på græsk
Oversættelse: djævel, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
διάβολος, δαίμονας, τελώνιο, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: djævel
djævel antonymer, djævel betydning, djævel fastelavn, djævel kostume, djævel kostume kvinde, djævel sprog ordbog græsk, djævel på græsk
Oversættelser
- division på græsk - διαίρεση, τμήμα, χωρίζω, μερίδιο, μεραρχία, διχασμός, τομή, ...
- diæt på græsk - διατροφή, διαιτολόγιο, δίαιτα, διατροφής, δίαιτας, τη διατροφή
- dobbelt på græsk - σωσίας, διπλός, διπλασιάζω, διπλό, διπλή, διπλής, διπλά, ...
- dog på græsk - όμως, ωστόσο,
Tilfældige ord
Djævel på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: διάβολος, δαίμονας, τελώνιο, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος
Oversættelser: διάβολος, δαίμονας, τελώνιο, διάβολο, διαβόλου, του διαβόλου, ο διάβολος