Dreven på græsk

Oversættelse: dreven, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
οξυδερκής, πανέξυπνος, κοφτερός, μυτερός, έξυπνος, τετραπέρατος, καπάτσος, ευφυής, αιφνίδιος, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού
Dreven på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: dreven

draven build, draven counter, dreven antonymer, dreven betydning, dreven egipet, dreven sprog ordbog græsk, dreven på græsk

Oversættelser

  • dreje på græsk - στρίβω, στροφή, σειρά, περιστροφή, γυρίζοντας, μετατροπή, μετατρέποντας
  • dreng på græsk - αγόρι, αγοριού, παιδί, αγόρι που, το αγόρι
  • drik på græsk - πίνω, ποτό, ποτα, ποτών, ποτού, ροφήματος
  • drikke på græsk - πίνω, ποτό, το ποτό, ποτών, ποτά, ποτού
Tilfældige ord
Dreven på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: οξυδερκής, πανέξυπνος, κοφτερός, μυτερός, έξυπνος, τετραπέρατος, καπάτσος, ευφυής, αιφνίδιος, υπερβολική, υπερβολικό, υπερβολικές, η υπερβολική, υπερβολικού