Ejendom på græsk
Oversættelse: ejendom, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
υπάρχοντα, ιδιοκτησία, σπίτι, περιουσία, κτήμα, ακίνητο, κατοχή, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: ejendom
ejendom 88, ejendom antonymer, ejendom betydning, ejendom i spanien, ejendom i udlandet, ejendom sprog ordbog græsk, ejendom på græsk
Oversættelser
- egetræ på græsk - δρύινος, βελανιδιά, δρυς, δρύινα, βελανιδιάς, δρυός
- eje på græsk - έχε, κατέχω, της], έχω, ιδιοκτησία, Η ιδιοκτησία, την ιδιοκτησία, ...
- ejendommelig på græsk - ιδιόμορφος, περίεργη, ιδιόμορφη, ιδιόμορφο, περίεργο
- ejer på græsk - κάτοχος, κτήτορας, ιδιοκτήτης, χρήσης, Ιδιοκτήτη, ο ιδιοκτήτης, τον ιδιοκτήτη
Tilfældige ord
Ejendom på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: υπάρχοντα, ιδιοκτησία, σπίτι, περιουσία, κτήμα, ακίνητο, κατοχή, ιδιότητα, ιδιοκτησίας
Oversættelser: υπάρχοντα, ιδιοκτησία, σπίτι, περιουσία, κτήμα, ακίνητο, κατοχή, ιδιότητα, ιδιοκτησίας