Ekspedere på græsk
Oversættelse: ekspedere, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
υπηρετώ, επισπεύσει, επίσπευση, να επισπεύσει, επισπεύσουν, την επιτάχυνση
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: ekspedere
ekspedere antonymer, ekspedere betydning, ekspedere definisjon, ekspedere engelsk, ekspedere krydsord, ekspedere sprog ordbog græsk, ekspedere på græsk
Oversættelser
- ekskrementer på græsk - σκαμπό, σκαμνί, έδρανο, περιττώματα, περιττωμάτων, απεκκρίσεις, τα περιττώματα, ...
- eksotisk på græsk - εξωτικός, εξωτικά, εξωτικό, εξωτικών, εξωτική
- eksperiment på græsk - πειραματίζομαι, πείραμα, πειράματος, το πείραμα, του πειράματος, πειράματα
- ekspert på græsk - επιτήδειος, εμπειρογνώμονας, προχωρημένος, επιδέξιος, έντεχνος, εμπειρογνώμων, ειδικός, ...
Tilfældige ord
Ekspedere på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: υπηρετώ, επισπεύσει, επίσπευση, να επισπεύσει, επισπεύσουν, την επιτάχυνση
Oversættelser: υπηρετώ, επισπεύσει, επίσπευση, να επισπεύσει, επισπεύσουν, την επιτάχυνση