Enkelt på græsk
Oversættelse: enkelt, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ανύπαντρος, μόνος, απλός, μονός, μονόκλινος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Andre Sprog
Relaterede ord: enkelt
1 enkelt, en enkelt, enkelt antonymer, enkelt betydning, enkelt fag, enkelt sprog ordbog græsk, enkelt på græsk
Oversættelser
- enighed på græsk - συγκατανεύω, συμφωνία, άδεια, σύμβαση, συμφωνίας, Συμφωνώ, συμφωνίας για
- enkel på græsk - σκέτο, σκέτος, κάμπος, πεδιάδα, απλός, απλούς, απλή, ...
- enkelthed på græsk - λεπτομέρεια, απαριθμώ, απλότητα, απλότητας, την απλότητα, απλούστευσης, η απλότητα
- enkemand på græsk - χήρος, χήρο, χήρου, χηρείας, χήρα
Tilfældige ord
Enkelt på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ανύπαντρος, μόνος, απλός, μονός, μονόκλινος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας
Oversættelser: ανύπαντρος, μόνος, απλός, μονός, μονόκλινος, μονόκλινο, μόνο, ενιαία, ενιαίο, ενιαίας