Etnologi på græsk
Oversættelse: etnologi, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει
Andre Sprog
Relaterede ord: etnologi
etnologi adgangskrav, etnologi antonymer, etnologi antropologi, etnologi betydning, etnologi jobmuligheder, etnologi sprog ordbog græsk, etnologi på græsk
Oversættelser
- etik på græsk - ηθική, δεοντολογία, δεοντολογίας, ηθικής, την ηθική
- etnografi på græsk - εθνογραφία, Εθνογραφίας, Εθνογραφικό, η εθνογραφία, την εθνογραφία
- etymologi på græsk - ετυμολογία, την ετυμολογία, ετυμολογίας, ετοιμολογία, η ετυμολογία
- eukalyptus på græsk - ευκάλυπτος, ευκαλύπτου, ευκάλυπτο, ευκαλύπτων, ευκαλύπτους
Tilfældige ord
Etnologi på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει
Oversættelser: εθνολογία, Εθνολογίας, την εθνολογία, η εθνολογία, η Εθνολογία έχει