Evne på græsk
Oversættelse: evne, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: evne
enve bike, enve carbon, evne antonymer, evne betydning, evne engelsk, evne sprog ordbog græsk, evne på græsk
Oversættelser
- evig på græsk - παντοτινός, αιώνιος, ενδελεχής, αιώνια, αιώνιο, την αιώνια, αιώνιας
- evighed på græsk - άπειρο, αιωνιότητα, την αιωνιότητα, αιωνιότητας, αιώνια, στην αιωνιότητα
- evolution på græsk - ανάπτυξη, εξέλιξη, εξέλιξης, την εξέλιξη, έκλυση, εξελίξεις
- fabel på græsk - θρύλος, μύθος, μύθο, μύθου, παραμύθι, ο μύθος
Tilfældige ord
Evne på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά
Oversættelser: ικανότητα, δυνατότητα, ικανότητά, την ικανότητα, την ικανότητά