Fælles på græsk
Oversættelse: fælles, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αμοιβαίος, άρθρωση, συνηθισμένος, κοψίδι, γόμφος, κοινός, μοιρασμένος, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: fælles
dansk fælles mål, engelsk fælles mål, forældremyndighed, fælles antonymer, fælles betydning, fælles sprog ordbog græsk, fælles på græsk
Oversættelser
- fægtning på græsk - ξιφασκία, περίφραξη, περίφραξης, περιφράξεις, περιφράξεων
- fælde på græsk - παγιδεύω, παγίδα, παγίδας, παγιδεύουν, παγίδευσης, την παγίδα
- fængsel på græsk - φυλακή, φυλάκισης, φυλακές, φυλακών, φυλακής
- færdig på græsk - πανέτοιμος, έτοιμος, τελικού, τελικό, τελικών, τελειωμένο, τελικά
Tilfældige ord
Fælles på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αμοιβαίος, άρθρωση, συνηθισμένος, κοψίδι, γόμφος, κοινός, μοιρασμένος, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών
Oversættelser: αμοιβαίος, άρθρωση, συνηθισμένος, κοψίδι, γόμφος, κοινός, μοιρασμένος, κοινή, κοινού, κοινής, κοινών