Fedt på græsk
Oversættelse: fedt, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
χόνδρος, λιπαντικό, λίπος, χοντρός, γράσο, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Andre Sprog
Relaterede ord: fedt
fedt antonymer, fedt betydning, fedt fedt fedt, fedt fup og flæskesteg, fedt i blodet, fedt sprog ordbog græsk, fedt på græsk
Oversættelser
- feber på græsk - πυρετός, θέρμη, πυρετό, πανώλης, πανώλης των, πανώλη
- fed på græsk - χόνδρος, μεγάλος, χοντρός, λιπαρός, λίπος, απίθανος, σκελίδα σκόρδο, ...
- fedtet på græsk - λιπαρός, λιπαρό, λιπαρή, λιπαρά, λιπαρές
- fedtstof på græsk - χοντρός, χόνδρος, λίπος, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Tilfældige ord
Fedt på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: χόνδρος, λιπαντικό, λίπος, χοντρός, γράσο, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος
Oversættelser: χόνδρος, λιπαντικό, λίπος, χοντρός, γράσο, λίπους, λιπαρά, λιπαρές ουσίες, το λίπος