Flink på græsk
Oversættelse: flink, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
είδος, ευγενικός, ωραίος, καλός, είδους, το είδος, του είδους, τύπου
Andre Sprog
Relaterede ord: flink
flink af natur, flink antonymer, flink aps, flink betydning, flink eller træg sikring, flink sprog ordbog græsk, flink på græsk
Oversættelser
- flaske på græsk - εμφιαλώνω, μπουκάλι, φιάλη, φιάλης, φιαλών, φιαλίδιο
- flertal på græsk - πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
- flip på græsk - λουρί, γιακάς, κολάρο, αναστροφή, πορτάκι, κτύπημα, κτυπήματος, ...
- flise på græsk - κεραμίδι, πλακάκι, πλακιδίων, κεραμιδιών, πλακίδιο
Tilfældige ord
Flink på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: είδος, ευγενικός, ωραίος, καλός, είδους, το είδος, του είδους, τύπου
Oversættelser: είδος, ευγενικός, ωραίος, καλός, είδους, το είδος, του είδους, τύπου