Forbyde på græsk
Oversættelse: forbyde, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αρνησικυρία, απαγορεύω, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: forbyde
forbyde antonymer, forbyde betydning, forbyde dannebrog, forbyde flæskesteg, forbyde hallucinogener forbyd naturen at gro, forbyde sprog ordbog græsk, forbyde på græsk
Oversættelser
- forbryder på græsk - φυγάς, εγκληματικός, εγκληματίας, κακούργος, παρανυχίδα, εγκληματία, Παρανυχίδες, ...
- forbud på græsk - αποκλείω, απαγόρευση, απαγορεύω, αποκλεισμός, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, ...
- fordampe på græsk - εξατμίζομαι, εξάτμιση, εξατμιστεί, εξατμίζονται, εξατμισθεί, εξατμιστούν
- fordel på græsk - πλεονέκτημα, προτέρημα, επωφελούμαι, όφελος, επίδομα, ωφέλεια, οφέλους, ...
Tilfældige ord
Forbyde på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αρνησικυρία, απαγορεύω, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως
Oversættelser: αρνησικυρία, απαγορεύω, απαγόρευση, απαγόρευσης, την απαγόρευση, απαγόρευση των, απαγορεύσεως