Forfængelig på græsk
Oversættelse: forfængelig, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ελαφρόμυαλος, εγωκεντρικός, μάταιος, ξιπασμένος, επιπόλαιος, αλαζονικός, ματαιόδοξος, μάταια, μάταιη, μάταιες
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: forfængelig
forfængelig antonym, forfængelig antonymer, forfængelig betyder, forfængelig betydning, forfængelig definition, forfængelig sprog ordbog græsk, forfængelig på græsk
Oversættelser
- forfatning på græsk - πάθηση, κατάσταση, σύνταγμα, θέση, Συντάγματος, σύσταση, συγκρότηση, ...
- forfatter på græsk - συγγραφέας, συγγραφέα, Συντάκτης, συντάκτη, δημιουργού
- forfængelighed på græsk - ματαιοδοξία, κενοδοξία, φιλαυτία, ματαιότητα, ματαιοδοξίας, τη ματαιοδοξία, η ματαιοδοξία
- forfærdelig på græsk - φοβερός, απαίσιος, τρομερός, φοβισμένος, έσχατος, τρομακτικός, φρικτός, ...
Tilfældige ord
Forfængelig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ελαφρόμυαλος, εγωκεντρικός, μάταιος, ξιπασμένος, επιπόλαιος, αλαζονικός, ματαιόδοξος, μάταια, μάταιη, μάταιες
Oversættelser: ελαφρόμυαλος, εγωκεντρικός, μάταιος, ξιπασμένος, επιπόλαιος, αλαζονικός, ματαιόδοξος, μάταια, μάταιη, μάταιες