Frivillig på græsk
Oversættelse: frivillig, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: frivillig
bliv frivillig, frivillig anbringelse, frivillig antonymer, frivillig arbejde, frivillig arbejde i udlandet, frivillig sprog ordbog græsk, frivillig på græsk
Oversættelser
- fristed på græsk - καταφύγιο, ασυλία, άσυλο, ιερό, ιερού, αγιαστήριο, άδυτο
- frisør på græsk - κομμώτρια, κουρέας, κομμωτής, κομμωτικής, κομμώσεις, κομμωτική, κομμωτηρίου, ...
- frokost på græsk - μεσημεριανό, μεσημεριανό γεύμα, γεύμα, το μεσημεριανό γεύμα, το γεύμα
- from på græsk - ευσεβής, από, από την, από το, από τις, από τη
Tilfældige ord
Frivillig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών
Oversættelser: εθελοντικός, εθελοντική, εθελοντικές, εθελοντικής, εθελοντικών