Fungere på græsk
Oversættelse: fungere, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
δουλειά, λειτουργία, δουλεύω, λειτουργώ, εργάζομαι, δεξίωση, εγχειρίζω, εργασία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: fungere
fungere antonymer, fungere betydning, fungere coniugazione, fungere da, fungere engelsk, fungere sprog ordbog græsk, fungere på græsk
Oversættelser
- fuldstændig på græsk - ολόκληρος, ολοκληρώνω, περατώνω, εντελώς, τελείως, πλήρως, απολύτως, ...
- fundamentalisme på græsk - φονταμενταλισμό, φονταμενταλισμός, φονταμενταλισμού, τον φονταμενταλισμό, του φονταμενταλισμού
- fylde på græsk - γεμίζω, γέμισμα, αναπληρώσει, συμπληρώστε, συμπληρώσετε, γεμίσει
- fyr på græsk - παιδί, πυροβολώ, φωτίζω, πυρκαγιά, απολύω, τύπος, φωτερός, ...
Tilfældige ord
Fungere på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: δουλειά, λειτουργία, δουλεύω, λειτουργώ, εργάζομαι, δεξίωση, εγχειρίζω, εργασία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία
Oversættelser: δουλειά, λειτουργία, δουλεύω, λειτουργώ, εργάζομαι, δεξίωση, εγχειρίζω, εργασία, λειτουργίας, συνάρτηση, τη λειτουργία, η λειτουργία