Grund på græsk
Oversættelse: grund, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αιτία, σκοπός, βάθρο, θεμέλιο, λόγος, προκαλώ, ίδρυμα, αιτιολογία, ίδρυση, προξενώ, πάτος, γη, έδαφος, προσαράσσω, επειδή, διότι, λόγω, γιατί
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: grund
forurenet grund, grund antonymer, grund betydning, grund krydsord, grund mc, grund sprog ordbog græsk, grund på græsk
Oversættelser
- grovsmed på græsk - σιδηρουργός, σιδεράς, σιδηρουργού, σιδερά, σιδηρουργείο
- grubearbejder på græsk - ανθρακωρύχος, μεταλλωρύχος, Miner, ανθρακωρύχου, ανθρακωρύχων
- grundsætning på græsk - αξίωμα, Axiom, Αξιώματος, Το Axiom, Η Axiom
- gruppe på græsk - ομάδα, συγκρότημα, όμιλος, σύμπλεγμα, ομάδας, ομίλου, ομάδα που, ...
Tilfældige ord
Grund på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αιτία, σκοπός, βάθρο, θεμέλιο, λόγος, προκαλώ, ίδρυμα, αιτιολογία, ίδρυση, προξενώ, πάτος, γη, έδαφος, προσαράσσω, επειδή, διότι, λόγω, γιατί
Oversættelser: αιτία, σκοπός, βάθρο, θεμέλιο, λόγος, προκαλώ, ίδρυμα, αιτιολογία, ίδρυση, προξενώ, πάτος, γη, έδαφος, προσαράσσω, επειδή, διότι, λόγω, γιατί