Indsats på græsk
Oversættelse: indsats, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
προσπαθώ, απόπειρα, πασχίζω, δοκιμάζω, εκδικάζω, προσπάθεια, δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: indsats
indsats antonymer, indsats badekar, indsats betydning, indsats brændeovn, indsats emhætte, indsats sprog ordbog græsk, indsats på græsk
Oversættelser
- indrømme på græsk - διακηρύσσω, εξομολογώ, ομολογώ, χορήγηση, παραχώρηση, χορηγήσει, χορηγούν, ...
- indsamling på græsk - συνδρομή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
- indskrænke på græsk - αναχαιτίζω, συντομεύω, περιστέλλω, δεμένος, περιορίζω, περιορίζουν, περιορίσει, ...
- indspille på græsk - ταινία, ηχογραφώ, ρεκόρ, δίσκος, καταγράφω, καταγραφή, εγγραφή, ...
Tilfældige ord
Indsats på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: προσπαθώ, απόπειρα, πασχίζω, δοκιμάζω, εκδικάζω, προσπάθεια, δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες
Oversættelser: προσπαθώ, απόπειρα, πασχίζω, δοκιμάζω, εκδικάζω, προσπάθεια, δράση, δράσης, προσφυγή, ενέργεια, ενέργειες