Indskrænke på græsk
Oversættelse: indskrænke, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αναχαιτίζω, συντομεύω, περιστέλλω, δεμένος, περιορίζω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: indskrænke
indskrænke antonym, indskrænke antonymer, indskrænke betyder, indskrænke betydning, indskrænke dyrkede areal, indskrænke sprog ordbog græsk, indskrænke på græsk
Oversættelser
- indsamling på græsk - συνδρομή, συλλογή, συλλογής, τη συλλογή, είσπραξη, είσπραξης
- indsats på græsk - προσπαθώ, απόπειρα, πασχίζω, δοκιμάζω, εκδικάζω, προσπάθεια, δράση, ...
- indspille på græsk - ταινία, ηχογραφώ, ρεκόρ, δίσκος, καταγράφω, καταγραφή, εγγραφή, ...
- indtil på græsk - μέχρι, ώσπου, έως, μέχρι το, μέχρι τις, μέχρι και
Tilfældige ord
Indskrænke på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αναχαιτίζω, συντομεύω, περιστέλλω, δεμένος, περιορίζω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν
Oversættelser: αναχαιτίζω, συντομεύω, περιστέλλω, δεμένος, περιορίζω, περιορίζουν, περιορίσει, να περιορίσει, να περιορίζουν, να περιορίσουν