Kedelig på græsk
Oversættelse: kedelig, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
πληκτικός, μουντός, βαρετός, ανιαρός, μουχρός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Andre Sprog
Relaterede ord: kedelig
kedelig antonymer, kedelig betydning, kedelig engelsk, kedelig historie, kedelig hud, kedelig sprog ordbog græsk, kedelig på græsk
Oversættelser
- kavaleri på græsk - ιππικό, Ιππικού, ιππείς, του ιππικού, το ιππικό
- kaviar på græsk - χαβιάρι, χαβιαριού, το χαβιάρι, χαβιαριών
- kedsomhed på græsk - βαρεμάρα, οκνηρία, πλήξη, ανία, την πλήξη, πλήξης
- kegle på græsk - κώνος, κώνου, κώνο, του κώνου, κωνικό
Tilfældige ord
Kedelig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: πληκτικός, μουντός, βαρετός, ανιαρός, μουχρός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές
Oversættelser: πληκτικός, μουντός, βαρετός, ανιαρός, μουχρός, βαρετό, βαρετή, βαρετά, τρυπώντας, βαρετές