Klo på græsk
Oversættelse: klo, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
δαγκάνα, νύχι, νυχιών, σιαγόνας, νυχιού
Andre Sprog
Relaterede ord: klo
das klo, das klo berlin, kaptajn klo, klo antonymer, klo bar, klo sprog ordbog græsk, klo på græsk
Oversættelser
- klit på græsk - αμμόλοφος, θινών, αμμοθινών, αμμόλοφων, αμμολόφων
- klitoris på græsk - κλειτορίδα, κλειτορίς, κλειτορίδας, την κλειτορίδα, κλειτορίδος
- kloakledning på græsk - οχετός, στραγγίζω, υπόνομος, αποχέτευσης, υπονόμων, αποχέτευση, αποχετευτικό δίκτυο
- klods på græsk - στηρίγματα, φραγμός, μπλοκ, κατηγορία, κατά κατηγορία, κατηγορίες, κατά κατηγορίες
Tilfældige ord
Klo på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: δαγκάνα, νύχι, νυχιών, σιαγόνας, νυχιού
Oversættelser: δαγκάνα, νύχι, νυχιών, σιαγόνας, νυχιού