Konkurrere på græsk
Oversættelse: konkurrere, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: konkurrere
konkurrere antonymer, konkurrere betydning, konkurrere den store danske, konkurrere engelsk, konkurrere i crossfit, konkurrere sprog ordbog græsk, konkurrere på græsk
Oversættelser
- kongelig på græsk - βασιλικός, ηγεμονικός, Royal, βασιλικό, βασιλικού, Βασιλική
- konkurrence på græsk - συναγωνισμός, διαγωνισμός, αντιπαράθεση, ανταγωνισμός, ανταγωνισμού, ανταγωνισμό, του ανταγωνισμού, ...
- konsekvens på græsk - έκβαση, θέμα, αποτέλεσμα, επίπτωση, συνέπεια, σημασία, τεύχος, ...
- konservatisme på græsk - συντηρητισμός, συντηρητισμό, συντηρητισμού, ο συντηρητισμός, συντηρητικά
Tilfældige ord
Konkurrere på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται
Oversættelser: διαγωνίζομαι, συναγωνίζομαι, ανταγωνίζονται, ανταγωνιστεί, ανταγωνιστούν, ανταγωνισμό, ανταγωνίζεται