Kontor på græsk
Oversættelse: kontor, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
πρακτορείο, αυθεντία, εξουσία, κύρος, υπηρεσία, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Andre Sprog
Relaterede ord: kontor
børnenes kontor, elevløn, hk kontor overenskomst, ikea kontor, internationale kontor, kontor sprog ordbog græsk, kontor på græsk
Oversættelser
- kontinent på græsk - ήπειρος, ήπειρο, ηπείρου, ήπειρό, της ηπείρου
- konto på græsk - αναφορά, σημασία, λογαριασμός, υπόψη, λογαριασμό, λογαριασμού, λόγω
- kontorist på græsk - υπάλληλος, κληρικός, Γραμματειακός, Clerical, Γραμματειακού, Εργασίες γραφείου
- kontrakt på græsk - προσβάλλομαι, συμφωνία, συμβόλαιο, κατανόηση, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, ...
Tilfældige ord
Kontor på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: πρακτορείο, αυθεντία, εξουσία, κύρος, υπηρεσία, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο
Oversættelser: πρακτορείο, αυθεντία, εξουσία, κύρος, υπηρεσία, γραφείο, Office, γραφείου, γραφείων, τελωνείο