Kontrakt på græsk
Oversættelse: kontrakt, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
προσβάλλομαι, συμφωνία, συμβόλαιο, κατανόηση, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: kontrakt
ansættelseskontrakt, bil kontrakt, kontrakt ansættelse, kontrakt antonymer, kontrakt au pair, kontrakt sprog ordbog græsk, kontrakt på græsk
Oversættelser
- kontor på græsk - πρακτορείο, αυθεντία, εξουσία, κύρος, υπηρεσία, γραφείο, Office, ...
- kontorist på græsk - υπάλληλος, κληρικός, Γραμματειακός, Clerical, Γραμματειακού, Εργασίες γραφείου
- kontrast på græsk - αντίθεση, συγκρίνω, αντιπαραθέτω, αντίθεσης, Contrast, να αντιπαραβάλλουν, Αντιπαραβάλτε
- kontrol på græsk - εξουσιάζω, επιθεώρηση, έλεγχος, ελέγχου, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου της
Tilfældige ord
Kontrakt på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: προσβάλλομαι, συμφωνία, συμβόλαιο, κατανόηση, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων
Oversættelser: προσβάλλομαι, συμφωνία, συμβόλαιο, κατανόηση, συστέλλομαι, σύμβαση, σύμβασης, συμβάσεως, συμβάσεων