Kraftig på græsk
Oversættelse: kraftig, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
μανιασμένος, βροντερός, άγριος, ηχηρός, βίαιος, παράφορος, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: kraftig
kraftig antonymer, kraftig betydning, kraftig blødning, kraftig forstuvning, kraftig hoste, kraftig sprog ordbog græsk, kraftig på græsk
Oversættelser
- kradse på græsk - αμυχή, γρατσουνιά, ξύνω, γρατσουνίζω, φαγούρα, κνησμό, κνησμός, ...
- kraft på græsk - κύρος, εξαναγκάζω, δύναμη, βία, εξουσία, ισχύ, ισχύει, ...
- krage på græsk - κουρούνα, κοράκι, χήνας, κόρακα, της χήνας, κορώνης
- krampetrækning på græsk - σπασμός, σπασμοί, σπασμών, σπασμούς, σπασμού
Tilfældige ord
Kraftig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: μανιασμένος, βροντερός, άγριος, ηχηρός, βίαιος, παράφορος, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές
Oversættelser: μανιασμένος, βροντερός, άγριος, ηχηρός, βίαιος, παράφορος, ισχυρός, ισχυρό, ισχυρή, ισχυρά, ισχυρές