Kul på græsk
Oversættelse: kul, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
κάρβουνα, άνθρακας, κάρβουνο, άνθρακα, ξυλάνθρακα, ενεργό άνθρακα
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: kul
aktivt kul, grill kul, koks, konfirmationssange, kul antonymer, kul sprog ordbog græsk, kul på græsk
Oversættelser
- kuffert på græsk - προβοσκίδα, σεντούκι, μπαούλο, βαλίτσα, βαλίτσας, τη βαλίτσα, αποσκευή, ...
- kugle på græsk - σφαίρα, κουβάρι, μπάλα, γυμνοσάλιαγκας, υφήλιος, bullet, ενότητα
- kulbrinte på græsk - υδρογονάνθραξ, υδρογονάνθρακα, υδρογονανθράκων, υδρογονάνθρακας, υδρογονάνθρακος
- kulde på græsk - πούντα, κρύος, κρυολόγημα, κρύο, κρύα, ψυχρό, κρύου, ...
Tilfældige ord
Kul på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: κάρβουνα, άνθρακας, κάρβουνο, άνθρακα, ξυλάνθρακα, ενεργό άνθρακα
Oversættelser: κάρβουνα, άνθρακας, κάρβουνο, άνθρακα, ξυλάνθρακα, ενεργό άνθρακα