Løfte på græsk
Oversættelse: løfte, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
υπόσχεση, ανυψώνω, υψώνω, αναστηλώνω, ασανσέρ, υπόσχομαι, σηκώνω, ανατρέφω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: løfte
et løfte, løfte antonymer, løfte betydning, løfte i flok, løfte kanin i nakkeskindet, løfte sprog ordbog græsk, løfte på græsk
Oversættelser
- læsning på græsk - διάβασμα, ανάγνωση, ανάγνωσης, την ανάγνωση, αναγνώσεως
- løbe på græsk - τρέχω, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
- løg på græsk - κρεμμύδι, κρεμμύδια, τα κρεμμύδια, κρεμμυδιών, κρεμμυδάκια
- løgn på græsk - κείμαι, ψεύδομαι, ψέμα, βρίσκονται, κείνται, ψέματα, το ψέμα
Tilfældige ord
Løfte på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: υπόσχεση, ανυψώνω, υψώνω, αναστηλώνω, ασανσέρ, υπόσχομαι, σηκώνω, ανατρέφω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή
Oversættelser: υπόσχεση, ανυψώνω, υψώνω, αναστηλώνω, ασανσέρ, υπόσχομαι, σηκώνω, ανατρέφω, υπόσχεσή, την υπόσχεση, υπόσχεσης, την υπόσχεσή