Ledig på græsk
Oversættelse: ledig, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
δωρεάν, τσάμπα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: ledig
job, ledig antonymer, ledig betydning, ledig bolig, ledig domæne, ledig sprog ordbog græsk, ledig på græsk
Oversættelser
- ledelse på græsk - κατεύθυνση, διοίκηση, ηγεσία, ηγεσίας, την ηγεσία, ηγετική, ηγετικές
- leder på græsk - αρχηγός, σκηνοθέτης, ηγεμόνας, ηγέτης, ηγήτορας, διευθυντής, ηγέτη, ...
- ledsage på græsk - συνοδεύω, ακολουθώ, Συνοδευτικά, Τα συνοδευτικά, Συνοδευτικό, συνοδευτικές, Συνοδευτικών
- leg på græsk - παίζω, έργο, παιχνίδι, παριστάνω, παίξει, παίξετε, παίξουν
Tilfældige ord
Ledig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: δωρεάν, τσάμπα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης
Oversættelser: δωρεάν, τσάμπα, αυτεξούσιος, ελεύθερη, χωρίς, ελεύθερο, ελεύθερης