Lejr på græsk
Oversættelse: lejr, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
καταυλισμός, στρατόπεδο, κατασκήνωση, στρατοπέδου, καταυλισμό, το στρατόπεδο
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: lejr
kz lejr, lejr 10 arken, lejr 2012, lejr antonymer, lejr betydning, lejr sprog ordbog græsk, lejr på græsk
Oversættelser
- leje på græsk - ενοίκιο, νοίκι, ενοικιάζω, μίσθωμα, ενοικίαση, ενοικίου, μισθώματος
- lejlighed på græsk - τύχη, στέγαση, ευκαιρία, περίπτωση, πιθανότητα, κατάλυμα, διαμέρισμα, ...
- leksikon på græsk - λεξικό, λεξικού, λεξιλόγιο, Εγκυκλοπαίδεια, λεξιλογίου
- lektie på græsk - μάθημα, διάλεξη, νουθετώ, μαθήματος, δίδαγμα, το μάθημα, μαθημάτων
Tilfældige ord
Lejr på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: καταυλισμός, στρατόπεδο, κατασκήνωση, στρατοπέδου, καταυλισμό, το στρατόπεδο
Oversættelser: καταυλισμός, στρατόπεδο, κατασκήνωση, στρατοπέδου, καταυλισμό, το στρατόπεδο