Licens på græsk
Oversættelse: licens, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
επιτρέπω, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: licens
dr, dr licens kontakt, dr licens pris, dr.dk licens, licens 2012, licens sprog ordbog græsk, licens på græsk
Oversættelser
- levetid på græsk - βίος, ζωή, ισόβιος, ζωής, τη ζωή, της ζωής, διάρκεια ζωής
- liberalisme på græsk - φιλελευθερισμός, φιλελευθερισμού, φιλελευθερισμό, ο φιλελευθερισμός, τον φιλελευθερισμό
- lide på græsk - υποφέρω, παθαίνω, πάσχω, σαν, Όπως, Σας αρέσει, αρέσει, ...
- lidelse på græsk - πόνος, καημός, ατυχία, θλίψη, αγωνία, αταξία, διαταραχή, ...
Tilfældige ord
Licens på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: επιτρέπω, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό
Oversættelser: επιτρέπω, άδεια, άδειας, πιστοποιητικού, αδείας, πιστοποιητικό