Magt på græsk
Oversættelse: magt, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
δύναμη, έλεγχος, μπορούσα, εξουσία, κύρος, εξουσιάζω, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: magt
blød magt, den dømmende magt, den lovgivende magt, den udøvende magt, dømmende magt, magt sprog ordbog græsk, magt på græsk
Oversættelser
- magnet på græsk - μαγνήτης, μαγνήτη, μαγνητών, μαγνήτου, μαγνητικό
- magnetisme på græsk - μαγνητισμός, μαγνητισμό, μαγνητισμού, το μαγνητισμό, ο μαγνητισμός
- majonæse på græsk - μαγιονέζα, μαγιονέζας, τη μαγιονέζα, η μαγιονέζα, μαγιονέζες
- majoritet på græsk - πλειονότητα, πλειοψηφία, πλειοψηφίας, περισσότερες, περισσότερα
Tilfældige ord
Magt på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: δύναμη, έλεγχος, μπορούσα, εξουσία, κύρος, εξουσιάζω, ισχύς, ισχύος, ισχύ
Oversættelser: δύναμη, έλεγχος, μπορούσα, εξουσία, κύρος, εξουσιάζω, ισχύς, ισχύος, ισχύ