Moden på græsk
Oversættelse: moden, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ώριμος, ωριμάζω, μεστώνω, μεστός, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Andre Sprog
Relaterede ord: moden
moden 2014, moden ananas, moden antonymer, moden betydning, moden dame, moden sprog ordbog græsk, moden på græsk
Oversættelser
- mode på græsk - μόδα, σχηματίζω, διαμορφώνω, τάση, ροπή, πλάθω, μόδας, ...
- model på græsk - μανεκέν, μοντέλο, μακέτα, πρότυπο, υπόδειγμα, μοντέλου, το μοντέλο
- moder på græsk - μητέρα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα, μητρική
- moderne på græsk - μοντέρνος, σύγχρονος, Σύγχρονη, Μοντέρνα, Μοντέρνο
Tilfældige ord
Moden på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ώριμος, ωριμάζω, μεστώνω, μεστός, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου
Oversættelser: ώριμος, ωριμάζω, μεστώνω, μεστός, ώριμη, ώριμο, ώριμης, ώριμου