Multiplicere på græsk
Oversættelse: multiplicere, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζοντας, τον πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, πολλαπλασιάζονται
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: multiplicere
multiplicere antonymer, multiplicere betyder, multiplicere betydning, multiplicere brøker, multiplicere decimaltal, multiplicere sprog ordbog græsk, multiplicere på græsk
Oversættelser
- muldyr på græsk - μουλάρια, γαϊδουριών, μουλαριών, τα μουλάρια, ημίονοι
- mulig på græsk - εφικτός, πιθανός, δυνατός, δυνατόν, δυνατό, δυνατή, το δυνατόν
- mumie på græsk - μαμά, μούμια, μούμιας, Mummy, Μαμά, της μούμιας
- mund på græsk - στόμα, στόμιο, το στόμα, πυρετού, στόματος, πυρετό
Tilfældige ord
Multiplicere på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζοντας, τον πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, πολλαπλασιάζονται
Oversættelser: πολλαπλασιάζω, πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιάζοντας, τον πολλαπλασιασμό, πολλαπλασιασμού, πολλαπλασιάζονται