Næring på græsk
Oversættelse: næring, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
θρέψη, φαγητό, τροφή, διατροφή, διατροφής, διατροφή των
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: næring
næring antonymer, næring banan, næring betydning, næring by nagel, næring havregryn, næring sprog ordbog græsk, næring på græsk
Oversættelser
- nær på græsk - κοντινός, κοντά, κολλητός, πνιγηρός, αποπνιχτικός, στενή, κλείσιμο, ...
- nære på græsk - καλλιεργώ, σιτίζω, ταΐζω, τρέφω, τροφοδοτώ, κοντά, στενή, ...
- næringsstof på græsk - φαγητό, τροφή, θρεπτικά συστατικά, θρεπτικών συστατικών, των θρεπτικών συστατικών, θρεπτικών ουσιών, θρεπτικό συστατικό
- nærværende på græsk - τωρινός, παρουσιάζω, δώρο, ρεύμα, παρών, αυτό, αυτή, ...
Tilfældige ord
Næring på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: θρέψη, φαγητό, τροφή, διατροφή, διατροφής, διατροφή των
Oversættelser: θρέψη, φαγητό, τροφή, διατροφή, διατροφής, διατροφή των