Nok på græsk
Oversættelse: nok, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
νισάφι, επαρκής, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Andre Sprog
Relaterede ord: nok
dkk nok, dkk to nok, gammel nok, godt nok, kage, nok sprog ordbog græsk, nok på græsk
Oversættelser
- nogen på græsk - κανείς, κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον
- nogensinde på græsk - ποτέ, πάντα, συνεχώς, ολοένα, όλο
- nomade på græsk - νομάς, νομάδων, νομαδική, νομαδικές
- nominativ på græsk - ονομαστικός, ονομαστική πτώση, ονομαστική, ονομαστικές, ονομαστικά, ονομαστική του
Tilfældige ord
Nok på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: νισάφι, επαρκής, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά
Oversættelser: νισάφι, επαρκής, ασφαλώς, βεβαίως, βέβαια, αρκετά, αρκετό, αρκετή, αρκεί, είναι αρκετά