Nyttig på græsk
Oversættelse: nyttig, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
χρήσιμος, πλεονεκτικός, μετάφραση, Μεταφραστική, Μετάφρασης, Μεταφραστικού, Μεταφραστικό
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: nyttig
nyttig antonymer, nyttig betydning, nyttig energi formel, nyttig geografi viden, nyttig idiot wiki, nyttig sprog ordbog græsk, nyttig på græsk
Oversættelser
- nyse på græsk - φτάρνισμα, φταρνίζομαι, φτερνίζεστε, φτερνιστεί, φτερνίζονται, φταρνίζεστε
- nysgerrig på græsk - περίεργος, αδιάκριτος, περιέργεια, δείτε, περίεργοι, γνωρίζετε
- nå på græsk - κατορθώνω, καταφέρω, επιτυγχάνω, πραγματοποιώ, τώρα, φθάσουν, φθάσει, ...
- nåde på græsk - χάρη, χάριτος, τη χάρη, χάρης, επιείκεια
Tilfældige ord
Nyttig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: χρήσιμος, πλεονεκτικός, μετάφραση, Μεταφραστική, Μετάφρασης, Μεταφραστικού, Μεταφραστικό
Oversættelser: χρήσιμος, πλεονεκτικός, μετάφραση, Μεταφραστική, Μετάφρασης, Μεταφραστικού, Μεταφραστικό