Omgive på græsk
Oversættelse: omgive, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
πλαισίωση, πλαισιώνω, περικυκλώνω, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: omgive
omgive antonymer, omgive betydning, omgive krydsord, omgive ordbog, omgive oversæt, omgive sprog ordbog græsk, omgive på græsk
Oversættelser
- omfang på græsk - ποσότητα, περιφέρεια, όγκος, φωνή, έκταση, βαθμό, μέτρο, ...
- omfavne på græsk - αγκαλιάζω, αγκάλιασμα, αγκαλιάσει, αγκαλιάζουν, αγκαλιάσουν, αγκαλιά
- omgivelse på græsk - περίχωρα, περιβάλλον, περιβάλλων, Περιβάλλον, Γύρω, Γύρω από, περιβάλλει
- omkring på græsk - περίπου, περί, για, σχετικά με, σχετικά, για το
Tilfældige ord
Omgive på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: πλαισίωση, πλαισιώνω, περικυκλώνω, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου
Oversættelser: πλαισίωση, πλαισιώνω, περικυκλώνω, surround, περιβάλλοντος, περιβάλλοντα, περιβάλλουν, περιβάλλοντος ήχου