Oppumpe på græsk
Oversættelse: oppumpe, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: oppumpe
oppumpe antonymer, oppumpe betydning, oppumpe krydsord, oppumpe ordbog, oppumpe oversæt, oppumpe sprog ordbog græsk, oppumpe på græsk
Oversættelser
- opmærksomhed på græsk - προσοχή, φροντίδα, την προσοχή, προσοχής, σημασία, υπόψη
- opnå på græsk - αποκτώ, κερδίζω, νικώ, επιτύχει, επιτύχουν, επίτευξη, την επίτευξη, ...
- oprette på græsk - ιδρύω, διαπιστώνω, επιβάλλω, καθιερώνω, δημιουργήσετε, δημιουργήσουν, δημιουργούν, ...
- oprindelig på græsk - γνήσιος, πρωτότυπος, γηγενής, ιθαγενής, αρχικά, αρχικώς, που αρχικά, ...
Tilfældige ord
Oppumpe på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει
Oversættelser: αντλία, φουσκώνω, τρόμπα, φουσκώνουν, διογκώσει, φουσκώνει, διογκώνουν, φουσκώσει