Person på græsk
Oversættelse: person, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
άνθρωπος, θνητός, ατομικός, θανάσιμος, άτομο, πρόσωπο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: person
de gule sider, dgs, dgs person, find, find person, person sprog ordbog græsk, person på græsk
Oversættelser
- perron på græsk - αποβάθρα, εξέδρα, πλατφόρμα, πλατφόρμας, της πλατφόρμας, την πλατφόρμα
- persille på græsk - μαϊντανός, μαϊντανό, το μαϊντανό, μαϊντανού, τον μαϊντανό
- personlig på græsk - προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
- personlighed på græsk - χαρακτήρας, προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, της προσωπικότητας, την προσωπικότητα
Tilfældige ord
Person på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: άνθρωπος, θνητός, ατομικός, θανάσιμος, άτομο, πρόσωπο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που
Oversættelser: άνθρωπος, θνητός, ατομικός, θανάσιμος, άτομο, πρόσωπο, προσώπου, ατόμου, πρόσωπο που