Personlig på græsk
Oversættelse: personlig, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: personlig
personlig antonymer, personlig assistance, personlig assistent, personlig betydning, personlig fradrag, personlig sprog ordbog græsk, personlig på græsk
Oversættelser
- persille på græsk - μαϊντανός, μαϊντανό, το μαϊντανό, μαϊντανού, τον μαϊντανό
- person på græsk - άνθρωπος, θνητός, ατομικός, θανάσιμος, άτομο, πρόσωπο, προσώπου, ...
- personlighed på græsk - χαρακτήρας, προσωπικότητα, προσωπικότητας, προσωπικότητά, της προσωπικότητας, την προσωπικότητα
- pessimisme på græsk - απαισιοδοξία, απαισιοδοξίας, την απαισιοδοξία, η απαισιοδοξία, πεσιμισμό
Tilfældige ord
Personlig på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές
Oversættelser: προσωπικός, προσωπική, προσωπικών, προσωπικά, προσωπικές