Pjece på græsk
Oversættelse: pjece, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
φυλλάδιο, βιβλιαράκι, βιβλιάριο, φυλλαδίου, βιβλιαρίου
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: pjece
pjece antonymer, pjece betydning, pjece fleksjob, pjece g-dage, pjece i word, pjece sprog ordbog græsk, pjece på græsk
Oversættelser
- pixel på græsk - εικονοστοιχεία, pixels, πίξελ, εικονοστοιχείων, εικονοκύτταρα
- pjalt på græsk - κουρέλι
- pladetektonik på græsk - τεκτονικών πλακών, τεκτονική των πλακών, των τεκτονικών πλακών, τεκτονικής των πλακών, τεκτονική των λιθοσφαιρικών πλακών
- plads på græsk - μέρος, πλατεία, βούλα, εντοπίζω, τετράγωνο, καθίζω, τοποθεσία, ...
Tilfældige ord
Pjece på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: φυλλάδιο, βιβλιαράκι, βιβλιάριο, φυλλαδίου, βιβλιαρίου
Oversættelser: φυλλάδιο, βιβλιαράκι, βιβλιάριο, φυλλαδίου, βιβλιαρίου