Privat på græsk
Oversættelse: privat, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
ιδιαίτερος, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: privat
leasing, nordea privat, privat antonymer, privat betydning, privat dagpleje, privat sprog ordbog græsk, privat på græsk
Oversættelser
- printer på græsk - τυπογράφος, εκτυπωτής, εκτυπωτή, Printer, του εκτυπωτή, εκτυπωτών
- pris på græsk - δαπάνη, κόστος, κοστίζω, τιμή, τιμών, τιμής, των τιμών, ...
- problem på græsk - πρόβλημα, προβλήματος, το πρόβλημα, ζήτημα, το ζήτημα
- procedure på græsk - επεξεργάζομαι, διαδικασία, κατεργάζομαι, διαδικασίας, διαδικασία που, διαδικασία του, τη διαδικασία
Tilfældige ord
Privat på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: ιδιαίτερος, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών
Oversættelser: ιδιαίτερος, ιδιωτικός, φαντάρος, ιδιωτικό, ιδιωτική, ιδιωτικού, ιδιωτικών