Ransage på græsk
Oversættelse: ransage, Ordbog: dansk » græsk
Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
αναζήτηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Relaterede ord
Andre Sprog
Relaterede ord: ransage
ranga hair, ransack definition, ransage antonymer, ransage betydning, ransage krydsord, ransage sprog ordbog græsk, ransage på græsk
Oversættelser
- rand på græsk - άκρη, στεφάνη, περιστόμιο, χείλος, εσωτερική σόλα, ραντ, Rand, ...
- rang på græsk - παραγγέλλω, παραγγελία, χειροτονία, εντολή, προσταγή, τάξη, βαθμός, ...
- rar på græsk - καλός, ευγενικός, είδος, ωραίος, ευχάριστος, RAR, ΚΑΚ, ...
- rasende på græsk - οργισμένος, μαινόμενος, έξαλλος, εξαγριωμένος, έξω φρενών, μανιώδη, εξαγριωμένη
Tilfældige ord
Ransage på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: αναζήτηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή
Oversættelser: αναζήτηση, έρευνα, Αναζήτηση, αναζήτησης, Η αναζήτηση, αναζήτησή