Ret på græsk

Oversættelse: ret, Ordbog: dansk » græsk

Kilde sprog:
dansk
Målrettet sprog:
græsk
Oversættelser:
διορθώνω, ερωτοτροπώ, δεξιός, επιτροπή, δικαίωμα, αυλή, δικαστήριο, νόμος, σωστός, ευθύς, ίσιος, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα
Ret på græsk
Relaterede ord
Andre Sprog

Relaterede ord: ret

alle har ret, dagens ret, dansk ret, drejet ret, du har ret, ret sprog ordbog græsk, ret på græsk

Oversættelser

  • rest på græsk - κατάλοιπο, υπόλοιπος, υπόλοιπο, ησυχασμός, υπολειπόμενος, ξεκουράζομαι, υπολειμματική, ...
  • resultat på græsk - αποτέλεσμα, έκβαση, επίπτωση, λόγω, συνέπεια, αποτελέσματα, αποτελέσματος
  • retfærdig på græsk - ηθικός, μόλις, ξανθός, ηθικολόγος, δίκαιος, πανηγύρι, ενάρετος, ...
  • retning på græsk - κατεύθυνση, διεύθυνση, την κατεύθυνση, κατεύθυνσης, φορά
Tilfældige ord
Ret på græsk - Ordbog: dansk » græsk
Oversættelser: διορθώνω, ερωτοτροπώ, δεξιός, επιτροπή, δικαίωμα, αυλή, δικαστήριο, νόμος, σωστός, ευθύς, ίσιος, δεξιά, δικαιώματος, σωστά, το δικαίωμα